- επισκληρίδιος
- -α, -ο1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο τμήμα τού σπονδυλικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ τής κυρίως σκληράς μήνιγγος και τού περιοστέου2. φρ. «επισκληρίδιος χώρος» — το κατώτερο τμήμα τού σπονδυλικού σωλήνα3. «επισκληρίδια αναισθησία» — μέθοδος ραχιαίας αναισθησίας με εισαγωγή αναισθητικού υγρού στον σπονδυλικό σωλήνα μετά το πέρας τού νωτιαίου μυελού.
Dictionary of Greek. 2013.